- φόνος
- ο, ΝΜΑ1. βίαιη αφαίρεση τής ζωής, σκότωμα, φονικό, δολοφονία2. κοινή, σήμερα, ονομασία είδους φυτού τού γένους ατρακτυλίςνεοελλ.ανθρωποκτονίααρχ.1. ο θάνατος ως ποινή, η θανατική ποινή2. τόπος όπου έγινε η παραπάνω πράξη3. το αίμα που χύνεται όταν κανείς φονεύει κάποιον4. το αίμα τού θύματος θυσίας5. νεκρός, πτώμα6. (για πρόσ.) κακούργος άξιος θανάτου7. το όργανο με το οποίο διαπράττεται η βίαιη αφαίρεση τής ζωής ή η αιτία που οδηγεί κάποιον σε αυτήν την πράξη8. θανατηφόρο φάρμακο9. (για τη Μήδεια) φονιάς.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *gwhen- «χτυπώ» τού ρ. θείνω με αντιπροσώπευση τού αρκτικού χειλοϋπερωικού φθόγγου με -φ- πριν από το -ο- (βλ. και λ. θείνω)].
Dictionary of Greek. 2013.